scorching
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | scorching |
συγκριτικός | more scorching |
υπερθετικός | most scorching |
Επίθετο
επεξεργασίαscorching (en)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαscorching (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 441. ISBN 9780194325684., λήμμα: καυτερός, καυτός