proportional
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | proportional |
συγκριτικός | more proportional |
υπερθετικός | most proportional |
Επίθετο
επεξεργασίαproportional (en)
- ανάλογος, αναλογικός, κάτι που αναλογεί σε κάτι άλλο
- ⮡ Her weight is not proportional to her height.
- Το βάρος της δεν αναλογεί στο ύψος της.
- ≈ συνώνυμα: proportionate
- ⮡ Her weight is not proportional to her height.
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις proportion και portion