πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική pigwa pigwy
γενική pigwy pigw
δοτική pigwie pigwom
αιτιατική pigwę pigwy
οργανική pigwą pigwami
τοπική pigwie pigwach
κλητική pigwo pigwy

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pigwa (pl) θηλυκό

  1. η κυδωνιά
  2. το κυδώνι (ο καρπός της κυδωνιάς)