πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ozdoba ozdoby
γενική ozdoby ozdób
δοτική ozdobie ozdobom
αιτιατική ozdobę ozdoby
οργανική ozdobą ozdobami
τοπική ozdobie ozdobach
κλητική ozdobo ozdoby

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔzˈdɔba/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ozdoba (pl) θηλυκό

  1. το στολίδι
  2. το κόσμημα