ozdoba
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ozdoba | ozdoby |
γενική | ozdoby | ozdób |
δοτική | ozdobie | ozdobom |
αιτιατική | ozdobę | ozdoby |
οργανική | ozdobą | ozdobami |
τοπική | ozdobie | ozdobach |
κλητική | ozdobo | ozdoby |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαozdoba (pl) θηλυκό