mannerism
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία en επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmænəˌrɪzəm/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mannerism | mannerisms |
mannerism (en)
- (τέχνη) μανιερισμός
- ιδιομορφία, ιδιαιτερότητα, τρόπος συμπεριφοράς
- επιτήδευση, προσποίηση
- ύφος