Ετυμολογία en

επεξεργασία
mannerism < manner + -ism

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmænəˌrɪzəm/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mannerism mannerisms

mannerism (en)

  1. (τέχνη) μανιερισμός
  2. ιδιομορφία, ιδιαιτερότητα, τρόπος συμπεριφοράς
  3. επιτήδευση, προσποίηση
  4. ύφος