πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική maciora maciory
γενική maciory macior
δοτική maciorze maciorom
αιτιατική maciorę maciory
οργανική maciorą maciorami
τοπική maciorze maciorach
κλητική macioro maciory

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

maciora (pl) θηλυκό

  1. θηλυκό γουρούνι, γουρούνα
  2. θηλυκό αγριογούρουνο

Συνώνυμα

επεξεργασία