Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

macinazione < macinare

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
macinazione macinazioni

macinazione (it)

το κρέας που γίνεται κιμάς
το σιτάρι που γίνεται αλεύρι
οι κόκκοι του καφέ που γίνονται σκόνη

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία