Ετυμολογία

επεξεργασία
macinatura < macinare

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
macinatura macinature

macinatura (it)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία