Ετυμολογία

επεξεργασία
liqueur < (άμεσο δάνειο) λατινική liquor

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.kœr/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
liqueur liqueurs

liqueur (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) υγρό
  2. (χημεία, βιομηχανία) διάλυμα
  3. (ποτό) λικέρ
    → δείτε τις λέξεις alcool, apéritif και spiritueux
  4. (συνεκδοχικά) χωνευτικό ποτό
     συνώνυμα: digestif