Δείτε επίσης: Aperitif, aperitif

  Ετυμολογία

επεξεργασία
apéritif < λατινική apertivus < aperio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂epo ‎(από) + *wer-iō ‎(ανοίγω)

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
apéritif apéritifs

apéritif (fr) αρσενικό