πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kwiatek kwiatki
γενική kwiatka kwiatków
δοτική kwiatkowi kwiatkom
αιτιατική kwiatek kwiatki
οργανική kwiatkiem kwiatkami
τοπική kwiatku kwiatkach
κλητική kwiatku kwiatki


  Ετυμολογία

επεξεργασία

kwiatek < υποκοριστικό του kwiat

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kwiatek (pl) αρσενικό

  1. λουλουδάκι
  2. λουλούδι