Ετυμολογία

επεξεργασία
jeton < jeter, με την παλαιότερη έννοια υπολογίζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
jeton jetons

jeton (fr) αρσενικό

  1. το κέρμα
  2. (οικείο) το χτύπημα

Εκφράσεις

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  chocottes, frousse, trouille