chocottes
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chocottes | chocottess |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαchocottes (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- avoir les chocottes: φοβάμαι
ενικός | πληθυντικός |
chocottes | chocottess |
chocottes (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό