jaskinia
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | jaskinia | jaskinie |
γενική | jaskini | jaskiń |
δοτική | jaskini | jaskiniom |
αιτιατική | jaskinię | jaskinie |
οργανική | jaskinią | jaskiniami |
τοπική | jaskini | jaskiniach |
κλητική | jaskinio | jaskinie |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
jaskinia (pl) θηλυκό