Ετυμολογία

επεξεργασία
irrévérence < λατινική irreverentia

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ʁe.ve.ʁɑ̃s/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
irrévérence irrévérences

irrévérence (fr) θηλυκό

 συνώνυμα: audace, grossièreté, impertinence, impolitesse, incongruité, insolence, irrespect
 αντώνυμα: déférence, délicatesse, révérence, respect

Συγγενικά

επεξεργασία