Ετυμολογία

επεξεργασία
grossièreté < grossier

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grossièreté grossièretés

grossièreté (fr) θηλυκό

  1. η χοντροκοπιά
     συνώνυμα: rusticité
  2. η αισχρολογία, η χοντράδα, η προστυχιά
     συνώνυμα: goujaterie, grivoiserie, vulgarité


Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία