ενικός         πληθυντικός  
rusticité rusticités

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rusticité (fr) θηλυκό

  1. η χοντροκοπιά, η αγένεια, η χωριατιά
  2. η αντοχή στην κακοκαιρία ενός φυτού

Συγγενικά

επεξεργασία