rusticité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rusticité | rusticités |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrusticité (fr) θηλυκό
- η χοντροκοπιά, η αγένεια, η χωριατιά
- η αντοχή στην κακοκαιρία ενός φυτού
ενικός | πληθυντικός |
rusticité | rusticités |
rusticité (fr) θηλυκό