Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
rustique
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Προφορά
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
rustique
rustiques
rustique
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
ρουστίκ
ανθεκτικός
στην
κακοκαιρία
άξεστος
,
απλοϊκός
υποτυπώδης
,
απλός
Συγγενικά
επεξεργασία
rusticité
rustiquement