rustique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rustique | rustiques |
Ετυμολογία
επεξεργασία- rustique < λατινική rusticus < rus
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: 👁 νέα ελληνικά: ρουστίκ
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαrustique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
rustique | rustiques |
rustique (fr) αρσενικό ή θηλυκό