ενικός         πληθυντικός  
rustique rustiques

  Ετυμολογία

επεξεργασία
rustique < λατινική rusticus < rus
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: 👁 νέα ελληνικά: ρουστίκ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁys.tik/
 
ομόηχο: rustiques

  Επίθετο

επεξεργασία

rustique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ρουστίκ
  2. ανθεκτικός στην κακοκαιρία
  3. άξεστος, απλοϊκός
  4. υποτυπώδης, απλός

Συγγενικά

επεξεργασία