ρουστίκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾuˈstik/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐στίκ
Επίθετο
επεξεργασίαρουστίκ άκλιτο
- αγροτικός, χωριάτικος (ως προς το στιλ)
- ⮡ έπιπλα ρουστίκ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρουστίκ ουδέτερο άκλιτο
- το διακοσμητικό ύφος που μιμείται τα πρότυπα του παραδοσιακού αγροτικού πολιτισμού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ρουστίκ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας