ρουστίκ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρουστίκ < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική rustique < λατινική rusticus < rus < πρωτοϊταλική *rowos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hrewos (ανοιχτός χώρος, αγρός)
Επίθετο επεξεργασία
ρουστίκ άκλιτο
- αγροτικός, χωριάτικος (ως προς το στιλ)
- έπιπλα ρουστίκ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρουστίκ ουδέτερο άκλιτο
- το διακοσμητικό ύφος που μιμείται τα πρότυπα του παραδοσιακού αγροτικού πολιτισμού