Ετυμολογία

επεξεργασία
ρουστίκ < (οπτικό δάνειο) γαλλική rustique[1] < λατινική rusticus < rus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾuˈstik/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐στίκ

  Επίθετο

επεξεργασία

ρουστίκ άκλιτο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρουστίκ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία