πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική introligatornia introligatornie
γενική introligatorni introligatorń
δοτική introligatorni introligatorniom
αιτιατική introligatornię introligatornie
οργανική introligatornią introligatorniami
τοπική introligatorni introligatorniach
κλητική introligatornio introligatornie

  Ετυμολογία

επεξεργασία

introligatornia (pl) < introligator (pl)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌĩntrɔlʲiɡaˈtɔrʲɲa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

introligatornia (pl) θηλυκό