introligatornia
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | introligatornia | introligatornie |
γενική | introligatorni | introligatorń |
δοτική | introligatorni | introligatorniom |
αιτιατική | introligatornię | introligatornie |
οργανική | introligatornią | introligatorniami |
τοπική | introligatorni | introligatorniach |
κλητική | introligatornio | introligatornie |
Ετυμολογία
επεξεργασίαintroligatornia (pl) < introligator (pl)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαintroligatornia (pl) θηλυκό
- το βιβλιοδετείο