introligator
Πολωνικά (pl)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- introligator < λατινική intro ligare (συνδέω εσωτερικά)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌĩntrɔlʲiˈɡatɔr/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
introligator (pl) αρσενικό