indictio
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- indictio < indico < dico • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /inˈdik.ti.oː/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαindictio θηλυκό
- δήλωση
- κήρυξη
- δασμός, φόρος
- (σημασία στα μεσαιωνικά λατινικά) ινδικτιώνα
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- indictio - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.