Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hint hints

hint (en)

  1. υπαινιγμός, νύξη
  2. στοιχείο, ένδειξη

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας hint
γ΄ ενικό ενεστώτα hints
αόριστος hinted
παθητική μετοχή hinted
ενεργητική μετοχή hinting

hint (en)