hint
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hint | hints |
hint (en)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | hint |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hints |
αόριστος | hinted |
παθητική μετοχή | hinted |
ενεργητική μετοχή | hinting |
hint (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) υπαινίσσομαι, κάνω νύξη, προτείνω κάτι με έμμεσο τρόπο
Πηγές
επεξεργασία- hint (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- hint (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 910. ISBN 9780194325684., λήμμα: υπαινίσσομαι