hic
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
hic (fr) αρσενικό
- ένα δύσκολο αλλά κύριο σημείο μιας δουλειάς
- C'est là le hic. Αυτό είναι το πρόβλημα!
- Il y a un hic. Υπάρχει ένα πρόβλημα!
---
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Αντωνυμία
επεξεργασία
hic (la)