Ετυμολογία

επεξεργασία
grisaille < gris

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grisaille grisailles

grisaille (fr) θηλυκό

  1. (ζωγραφική) μονόχρωμος πίνακας ζωγραφικής με πολλές αποχρώσεις του γκρι
  2. (λογοτεχνία) ύφος που θυμίζει την παραπάνω ζωγραφική
  3. μονοτονία, έλλειψη ζωντάνιας, ζωτικότητας, μουντάδα, σκοτεινότητα
  4. (ειδικότερα) συννεφιασμένος ή/και ομιχλώδης καιρός

Παράγωγα

επεξεργασία