Ετυμολογία

επεξεργασία
galant < παλαιό ρήμα galer (διασκεδάζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡa.lɑ̃/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό galant galants
θηλυκό galante galantes

galant (fr)

  1. ιπποτικός
     συνώνυμα: cavalier
  2. ευγενικός, ευγενής
     συνώνυμα: courtois, poli
  3. διαχυτικός
  4. (κατ’ επέκταση) ερωτομανής
     συνώνυμα: libertin

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
galant galants

galant (fr) αρσενικό

  1. γυναικάς
     συνώνυμα: coureur, don Juan, séducteur

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • vert galant
    1. άλλοτε, ληστής που δρούσε στα δάση
    2. άνδρας δριμύς για την αρετή των γυναικών
      Henri IV était surnommé le Vert-Galant - ο Ερρίκος ο 4ος αποκαλούνταν...