Ετυμολογία

επεξεργασία
foreboding < fore- + boding

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός foreboding
συγκριτικός more foreboding
υπερθετικός most foreboding

foreboding (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
foreboding forebodings

foreboding (en)

  1. κακή διαίσθηση, κακό προμήνυμα, κακό προαίσθημα, κακή προαίσθηση
    ⮡  I have forebodings.
    Έχω κακά προαισθήματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη premonition
  2. κακός οιωνός
     συνώνυμα: bad omen
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 733. ISBN 9780194325684. , λήμμα: προαίσθημα