flaming
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
flaming: μετοχή > επίθετο και ουσιαστικοποιημένη μετοχή
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
flaming (en)
- φλεγόμενος, φλόγινος
- ⮡ The Assyrians were the first empire to use flaming arrows.
- Οι Ασσύριοι ήταν η πρώτη αυτοκρατορία που χρησιμοποίησε φλεγόμενα βέλη.
- ⮡ The Assyrians were the first empire to use flaming arrows.
- που έχει το χρώμα της φλόγας
- (βρετανική σημασία, αργκό) το ρημάδι
Μετοχή
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
flaming (en)
- η εφαρμογή φωτιάς σε μια περιοχή, το κάψιμο αυτής
- (διαδικτυακή αργκό) το κράξιμο, η εμπρηστική γλώσσα