ενικός         πληθυντικός  
envolée envolées

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

envolée (fr) θηλυκό

  1. το πέταγμα
  2. (Καναδάς) η πτήση ενός αεροπλάνου και η διάρκειά της
  3. σύνολο από πτηνά ή αντικείμενα που πετούν ή περιφέρονται χάρη στον αέρα
  4. (μεταφορικά) η έμπνευση
  5. η απότομη άνοδος μιας αξίας

Συγγενικά

επεξεργασία