envolée
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
envolée | envolées |
Ουσιαστικό επεξεργασία
envolée (fr) θηλυκό
- το πέταγμα
- (Καναδάς) η πτήση ενός αεροπλάνου και η διάρκειά της
- σύνολο από πτηνά ή αντικείμενα που πετούν ή περιφέρονται χάρη στον αέρα
- (μεταφορικά) η έμπνευση
- η απότομη άνοδος μιας αξίας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη s'envoler