Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
conservatoire conservatoires

conservatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που αποσκοπεί στην διατήρηση αγαθών και δικαιωμάτων που κινδυνεύουν να καταπατηθούν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
conservatoire conservatoires

conservatoire (fr) αρσενικό

  1. οργανισμός που αποσκοπεί στην προστασία κάποιου αγαθού
  2. ωδείο

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία