Δείτε επίσης: check mark
      ενικός         πληθυντικός  
checkmark checkmarks

  Ετυμολογία

επεξεργασία
checkmark < → δείτε τις λέξεις check και mark

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

checkmark (en)

ενεστώτας checkmark
γ΄ ενικό ενεστώτα checkmarks
αόριστος checkmarked
παθητική μετοχή checkmarked
ενεργητική μετοχή checkmarking

checkmark (en)

  • checkmark - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)