τικ
Νέα ελληνικά (el) / Ποντιακά (pnt)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό 1
επεξεργασίατικ ουδέτερο άκλιτο
- (χορός) ζωηρός ποντιακός χορός, με παραλλαγές μονόν, διπλόν, τρομαχτόν, σο γόνατον
- ※ Στα ποντιακά χωριά χορεύονται οι χοροί Τικ, Κότσαρι, Ομάλ, Σερανίτσα, Σέρα (περιοδ. Αρχαιολογία, τεύχη 90-93, 2004, σελ 60)
- ※ με βάση τους παραπάνω ρυθμούς αποδίδονται όλοι οι χοροί της ποντιακής μουσικής παράδοσης, το Τικ (μονόν, διπλόν, τρομαχτόν, σο γόνατον), ο χορός Κατς, ο χορός Σέρρα (πυρρίχειος), των μαχαιριών, ο χορός Σερανίτσα, το Ομάλ (μονόν, διπλόν, κοτσιχτόν εμπρ' -οπίσ΄ (Ο Πόντος των Ελλήνων, εκδ. Έφεσος, εκδ. Γιώργος Α. Γιαννακόπουλος, 2003, σελ. 240)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποντιακός χορός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Χρήστος Σαμουηλίδης, Το λαϊκό παραδοσιακό θέατρο του Πόντου, 1980, σελ. 228
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΟυσιαστικό 2
επεξεργασίατικ ουδέτερο άκλιτο
- ακούσια απότομη και σπασμωδική κίνηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία 3
επεξεργασία- τικ < αγγλική teak < πορτογαλική teca < μαλαγιάλαμ തേക്ക് / ταμίλ தேக்கு
Ουσιαστικό 3
επεξεργασίατικ ουδέτερο άκλιτο
- (βοτανική) είδος τροπικού δένδρου, του γένους Tectona grandis, εγγενές στην νότια και νοτιο-ανατολική Ασία
- το ξύλο του ομώνυμου δένδρου, που είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία 4
επεξεργασίαΟυσιαστικό 4
επεξεργασίατικ ουδέτερο άκλιτο
- σύμβολο που υποδεικνύει επιβεβαίωση
- ※ Βάλε τικ σε όλες τις απαντήσεις στις οποίες συμμετείχες (από ερωτηματολόγιο προς μαθητές, Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, ανακτήθηκε στις 18/05/2024)