brutal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | brutal |
συγκριτικός | more brutal |
υπερθετικός | most brutal |
Επίθετο
επεξεργασίαbrutal (en)
- βάναυσος, κτηνώδης, με βία και σκληρότητα
- ⮡ brutal handling of the demonstrators by the police - βάναυση/κτηνώδης μεταχείριση των διαδηλωτών από την αστυνομία
- ωμός, που είναι άμεσο και ξεκάθαρο για κάτι δυσάρεστο· μη σκέφτομαι τα συναισθήματα των ανθρώπων
- ⮡ The brutal truth is that…
- Η ωμή αλήθεια είναι ότι…
- ⮡ The brutal truth is that…
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | brutal | brutaux |
θηλυκό | brutale | brutales |
brutal (fr)