brûlant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
brûlant: μετοχή, ως επίθετο & ουσιαστικό
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | brûlant | brûlante |
θηλυκό | brûlants | brûlantes |
brûlant (fr)
- καυτός, φλογερός, καυτερός
- (μεταφορικά) φλογερός
- ⮡ il n'a pu pas contrôler son brûlant désir - δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον φλογερό του πόθο
- (μεταφορικά) αμφιλεγόμενος
Συγγενικά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- brûlant - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- brûlant - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé