πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική bajeczka bajeczki
γενική bajeczki bajeczek
δοτική bajeczce bajeczkom
αιτιατική bajecz bajeczki
οργανική bajecz bajeczkami
τοπική bajeczce bajeczkach
κλητική bajeczko bajeczki

  Ετυμολογία

επεξεργασία

bajeczka < υποκοριστικό του bajka

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bajeczka (pl) θηλυκό