bajeczka
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bajeczka | bajeczki |
γενική | bajeczki | bajeczek |
δοτική | bajeczce | bajeczkom |
αιτιατική | bajeczkę | bajeczki |
οργανική | bajeczką | bajeczkami |
τοπική | bajeczce | bajeczkach |
κλητική | bajeczko | bajeczki |
Ετυμολογία
επεξεργασίαbajeczka < υποκοριστικό του bajka
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbajeczka (pl) θηλυκό
- το παραμυθάκι