badanie
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | badanie | badania |
γενική | badania | badań |
δοτική | badaniu | badaniom |
αιτιατική | badanie | badania |
οργανική | badaniem | badaniami |
τοπική | badaniu | badaniach |
κλητική | badanie | badania |
Ετυμολογία
επεξεργασία- badanie < badać
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbadanie (pl) ουδέτερο