πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική badanie badania
γενική badania badań
δοτική badaniu badaniom
αιτιατική badanie badania
οργανική badaniem badaniami
τοπική badaniu badaniach
κλητική badanie badania

  Ετυμολογία

επεξεργασία
badanie < badać

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /baˈdãɲɛ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

badanie (pl) ουδέτερο

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • δεν αναφέρεται στον έλεγχο γνώσεων ή των ικανοτήτων ενός ατόμου (egzamin)