aliformiĝo
(Ανακατεύθυνση από aliformigxo)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aliformiĝo | aliformiĝoj |
αιτιατική | aliformiĝon | aliformiĝojn |
aliformiĝo (eo)
- μετατροπή (που υφίσταται κάποιος)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- aliformigho στο H-sistemo
- aliformigxo στο X-sistemo