albordiĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | albordiĝo | albordiĝoj |
αιτιατική | albordiĝon | albordiĝojn |
albordiĝo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- albordigho στο H-sistemo
- albordigxo στο X-sistemo