agnomen
Λατινικά (la) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- agnomen < ad + nomen < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁nḗh₃mn̥
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
agnomen ουδέτερο
- ένα πρόσθετο παρωνύμιο (cognomen) που δίνονταν (ή έπαιρνε) ένας ρωμαίος πολίτης, εξαιτίας κάποιου ιδιαίτερου χαρακτηριστικού γνωρίσματος ή προς τιμήν του
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη nomen