ενεστώτας admit
γ΄ ενικό ενεστώτα admits
αόριστος admitted
παθητική μετοχή admitted
ενεργητική μετοχή admitting

admit (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παραδέχομαι, συμφωνώ, συχνά με απροθυμία, ότι κάτι είναι αλήθεια
    ⮡  I admit that I am wrong.
    Παραδέχομαι ότι έχω άδικο.
     συνώνυμα:  accept, acknowledge, concede, confess, grant και own up
  2. (μεταβατικό, επίσημο) εισάγω, επιτρέπω σε κάποιον να γίνει μέλος ενός συλλόγου, ενός σχολείου ή ενός οργανισμού
    ⮡  How many students are admitted to Law School every year?
    Πόσοι σπουδαστές εισάγονται στη Νομική κάθε χρόνο;
  3. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή, επίσημο) εισάγω, παίρνω κάποιον σε νοσοκομείο ή άλλο ίδρυμα όπου μπορεί να λάβει ειδική φροντίδα
    ⮡  He must be admitted to a hospital at once.
    Πρέπει να εισαχθεί αμέσως σε νοσοκομείο.
  4. επιτρέπω την είσοδο

Συγγενικά

επεξεργασία