own up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | own up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | owns up |
αόριστος | owned up |
παθητική μετοχή | owned up |
ενεργητική μετοχή | owning up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαown up (en)
- παραδέχομαι, ομολογώ την ενοχή για κάτι, αναλαμβάνω την ευθύνη