ενεστώτας own up
γ΄ ενικό ενεστώτα owns up
αόριστος owned up
παθητική μετοχή owned up
ενεργητική μετοχή owning up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις own και up

own up (en)