Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ablution (en)

  1. (θρησκεία) ο καθαρμός
  2. το νερό που χρησιμοποιείται στον καθαρμό

Συγγενικά

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ablution ablutions

ablution (fr) θηλυκό

  1. (θρησκεία) το νίψιμο των δαχτύλων ενός ιερέα με κρασί και νερό μετά τη θεία κοινωνία· ο καθαρμός του σώματος ή μέρους αυτού
  2. η πλύση, το πλύσιμο