Ετυμολογία

επεξεργασία
ablution < μέση αγγλική ablucioun < παλαιά γαλλική ablution < λατινική ablutio < abluo < ab + luo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ablution (en)

  1. (θρησκεία) ο καθαρμός
  2. το νερό που χρησιμοποιείται στον καθαρμό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ablution < εκκλησιαστική λατινική ablutio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.bly.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ablution ablutions

ablution (fr) θηλυκό

  1. (θρησκεία) το νίψιμο των δαχτύλων ενός ιερέα με κρασί και νερό μετά τη θεία κοινωνία· ο καθαρμός του σώματος ή μέρους αυτού
  2. η πλύση, το πλύσιμο