ablution
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ablution < μέση αγγλική ablucioun < παλαιά γαλλική ablution < λατινική ablutio < abluo < ab + luo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαablution (en)
Συγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ablution < εκκλησιαστική λατινική ablutio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.bly.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ablution | ablutions |
ablution (fr) θηλυκό