Wohnung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Wohnung | die | Wohnungen |
γενική | der | Wohnung | der | Wohnungen |
δοτική | der | Wohnung | den | Wohnungen |
αιτιατική | die | Wohnung | die | Wohnungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαWohnung (de) θηλυκό
- το διαμέρισμα ,η κατοικία