Vorsprung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Vorsprung | die | Vorsprünge |
γενική | des | Vorsprunges Vorsprungs |
der | Vorsprünge |
δοτική | dem | Vorsprung Vorsprunge |
den | Vorsprüngen |
αιτιατική | den | Vorsprung | die | Vorsprünge |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαVorsprung (de) αρσενικό