Vaticanus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Vaticanus < vates
Επίθετο
επεξεργασίαVaticanus, -a, -um
- που έχει σχέση ή αναφέρεται στο Βατικανό
Κλίση
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαVaticanus αρσενικό
- Βατικανό (ένας από τους 7 λόφους της Ρώμης)
- ρωμαϊκή θεότητα
- Βατικανό (η έδρα της Καθολικής Εκκλησίας)
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Vaticanus | |
γενική | Vaticanī | |
δοτική | Vaticanō | |
αιτιατική | Vaticanum | |
κλητική | Vaticane | |
αφαιρετική | Vaticanō | |