Uroffenbarung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Uroffenbarung | die | Uroffenbarungen |
γενική | der | Uroffenbarung | der | Uroffenbarungen |
δοτική | der | Uroffenbarung | den | Uroffenbarungen |
αιτιατική | die | Uroffenbarung | die | Uroffenbarungen |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Uroffenbarung < ur- + Offenbarung
Ουσιαστικό
επεξεργασίαUroffenbarung (de) θηλυκό
- (θεολογία, θρησκεία) πρωταποκάλυψη· (κυριολεκτικά) πρώιμη ή πρωτόγονη αποκάλυψη
- (γενικότερα) οι μεταφυσικές, υπερφυσικές αλήθειες που θεωρείται πως αποκαλύφθηκαν στους ανθρώπους κατά τα πρώτα στάδια εξέλιξης του ανθρώπινου γένους και αργότερα ενσωματώθηκαν στις δοξασίες των πρωτόγονων θρησκειών
- (ειδικότερα) οι αποκαλύψεις του Θεού στους ανθρώπους πριν από τον ιουδαϊσμό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- P. Wilhelm Schmidt S.V.D. Die Uroffenbarung als Anfang der Offenbarungen Gottes (Μόναχο: Kösel & Pustet, 1921)
- Lexikon für Theologie und Kirche (Φράιμπουργκ: Verlag Herder, 31993-2001), τόμ. 10 (2001, ISBN 3-451-22010-5), σ. 479.