↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Uroffenbarung die Uroffenbarungen
γενική der Uroffenbarung der Uroffenbarungen
δοτική der Uroffenbarung den Uroffenbarungen
αιτιατική die Uroffenbarung die Uroffenbarungen

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Uroffenbarung < ur- + Offenbarung

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Uroffenbarung (de) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία