Tischchen
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Tischchen | die | Tischchen |
γενική | des | Tischchens | der | Tischchen |
δοτική | dem | Tischchen | den | Tischchen |
αιτιατική | das | Tischchen | die | Tischchen |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαTischchen (de) ουδέτερο