Teilchen
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Teilchen | die | Teilchen |
γενική | des | Teilchens | der | Teilchen |
δοτική | dem | Teilchen | den | Teilchen |
αιτιατική | das | Teilchen | die | Teilchen |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαTeilchen (de) ουδέτερο