Tageszeitung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Tageszeitung | die | Tageszeitungen |
γενική | der | Tageszeitung | der | Tageszeitungen |
δοτική | der | Tageszeitung | den | Tageszeitungen |
αιτιατική | die | Tageszeitung | die | Tageszeitungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαTageszeitung (de) θηλυκό
- η (καθημερινή) εφημερίδα