Strom
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Strom | die | Ströme |
γενική | des | Stromes Stroms |
der | Ströme |
δοτική | dem | Strom Strome |
den | Strömen |
αιτιατική | den | Strom | die | Ströme |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Strom (de) αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Strom αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Strom < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Strom αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]